- Κῳακός
- Κῳᾰκός, ή, όν,A of Cos: Κῳακαὶ προγνώσιες or αἱ Κῳακαί, title of work by Hippocrates of Cos.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Κωακός — Κῳακός, ή, όν (Α) [Κως] 1. αυτός που κατάγεται από τη νήσο Κω 2. φρ. «Κῳακαὶ προγνώσεις» ή «αἱ Κῳακαί» τίτλος έργου τού Ιπποκράτους … Dictionary of Greek